- χαλίδιον
- χαλίδιονtabletneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλίδιον — τὸ, Α πινακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί με παραφθορά από τη γλώσσα τού Ησύχ. χαλκοῦν πινάκιον Ἀθηναῖοι εἶχον ἕκαστος πινάκιον πύξινον ἐπιγεγραμμένον τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ενώ, κατ άλλους, πρόκειται για υποκορ. ενός… … Dictionary of Greek